- τραντάζομαι
- τραντάζομαι, τραντάχτηκα, τρανταγμένος βλ. πίν. 24
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανταριάζω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία 2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ 3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω 4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω 5. ( ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι … Dictionary of Greek
περιδονώ — έω, ΜΑ παθ. περιδονοῡμαι περιστρέφομαι («νησίδα ἐν τῇ λίμνῃ περιδονουμένην», Διον. Αλ.) αρχ. τραντάζομαι, συγκλονίζομαι από παντού («τεῑχος τῆς πίστεως τοῑς μηχανήμασι τῆς αἱρέσεως περιδονούμενον», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δονῶ «σείω … Dictionary of Greek
τανταλούμαι — όομαι, Α τραντάζομαι («ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθείς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος (για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. τανταλίζω)] … Dictionary of Greek